Διέγερση στα ολλανδικά

Μετάφραση: διέγερση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onrust, prikkel, beroering, opwinding, stimulatie, stimulering, stimuleren, de stimulatie, stimulatie van
Διέγερση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέγερση

διέγερση ατόμου, διέγερση ηλεκτρονίου, διέγερση ωοθηκών, διέγερση ατόμων, διέγερση του ατόμου, διέγερση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διέγερση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διάχυση στα ολλανδικά - verspreiding, diffusie, de verspreiding, verspreiding van
  • διάψευση στα ολλανδικά - ontkenning, denial, weigering, ontkennen, ontzegging
  • διένεξη στα ολλανδικά - redetwist, bespreken, dispuut, disputeren, kwestie, twistgesprek, redetwisten, ...
  • διέξοδος στα ολλανδικά - uitweg, uitgang, afrit, vulkaan, stopcontact, verkooppunt, afzetgebied, ...
Τυχαίες λέξεις
Διέγερση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onrust, prikkel, beroering, opwinding, stimulatie, stimulering, stimuleren, de stimulatie, stimulatie van