Pui στα ελληνικά

Μετάφραση: pui, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσοψη, πρόσοψης, προσόψεων, όψη, πρόσοψη του
Pui στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • publiek στα ελληνικά - κόσμος, υφήλιος, κοινός, ακροατήριο, δημόσιο, κοινό, δημόσια, ...
  • pudding στα ελληνικά - πουτίγκα, πουτίγκας, την πουτίγκα, η πουτίγκα, χυλόπιτα
  • puikje στα ελληνικά - κρέμα, αφρόκρεμα, εκλεκτοί, ελίτ, elite, ελίτ των
  • puin στα ελληνικά - σκουπίδια, μπάζα, χαλάσματα, σκόνη, συντρίμμια, υπολείμματα, τα συντρίμμια, ...
Τυχαίες λέξεις
Pui στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσοψη, πρόσοψης, προσόψεων, όψη, πρόσοψη του