Λέξη: στοχεύω

Σχετικές λέξεις: στοχεύω

στοχεύω συνώνυμο, στοχεύω αγγλικά

Μεταφράσεις: στοχεύω

στοχεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
target, I aim, I target

στοχεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fin, blanco, objeto, objetivo, meta, destino, desviado

στοχεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zielen, zielbereich, ziel, zielscheibe, zweck, Ziel, Soll

στοχεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pointer, arrivée, terme, objectif, viser, cible, fin, objet, cibler, but, cibles, la cible, objectif de

στοχεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
obiettivo, oggettivo, mira, traguardo, meta, scopo, segno, bersaglio, destinazione, di destinazione, porta

στοχεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alvo, fim, destino, de destino, meta

στοχεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schietschijf, objectief, honk, doelwit, doelstelling, doel, mikpunt, doel in, doelgroep

στοχεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мишень, цель, задание, целевой, целевая, целевого

στοχεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sikte, formål, skyteskive, mål, target, målet

στοχεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mål, målet

στοχεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maali, tarkoitus, kohde, määräasema, ampumataulu, kohdistaa, tavoite, päämäärä, tavoitteen, pistetavoite

στοχεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hensigt, mål, target, målet, målsætning

στοχεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cíl, terč, záměr, zacílit, cílové, cílová, cílový

στοχεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kierowanie, tarcza, cel, obiekt, docelowy, docelowa

στοχεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
célpont, cél, célt, célkitűzés, megcélzott, célzott

στοχεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
amaç, niyet, hedef, hedefi, bir hedef

στοχεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мета, завдання, прицільний, ціль, мету, мішень, меті, на меті

στοχεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shenjë, nishan, qëllim, objektiv, objektivi, synuar, të synuar, shënjestër

στοχεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мишена, цел, целевата, целева, целеви

στοχεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мэта, мэту

στοχεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sihtmärk, märklaud, siht, eesmärk, eesmärgi, Sihtväärtust

στοχεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
namijeniti, nišan, cilj, meta, ciljna, ciljne, ciljana

στοχεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skotspónn, miða, markmið, skotmark, miðað, markmiðið

στοχεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tikslas, taikinys, tikslinė, tikslinės, tikslinis, taikiniu

στοχεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mērķis, mērķa, mērķi, mērėis

στοχεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
целта, целни, цел, целна, целната

στοχεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ţintă, obiectiv, țintă, tinta, obiectivul

στοχεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ciljna, ciljne, ciljno, ciljni, tarča

στοχεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
celový, terč, cieľ, cieľom, cieľa, ciele
Τυχαίες λέξεις