Redigeren στα ελληνικά
Μετάφραση: redigeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμελούμαι, εκδίδω, Επεξεργασία, edit, επεξεργαστείτε, να επεξεργαστείτε, Επεξεργ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- redetwisten στα ελληνικά - διαφωνώ, διαφωνία, διένεξη, επιχειρηματολογώ, διεκδικώ, διαπληκτίζομαι, διαμάχη, ...
- redevoering στα ελληνικά - διεύθυνση, γλώσσα, απευθύνω, ομιλία, ομιλίας, λόγου, την ομιλία, ...
- reduceren στα ελληνικά - κόψιμο, ελαττώνω, κλαδεύω, κοπή, περιορίζω, ψαλιδίζω, κόβω, ...
- reductie στα ελληνικά - αναγωγή, περιστολή, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
Τυχαίες λέξεις
Redigeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, εκδίδω, Επεξεργασία, edit, επεξεργαστείτε, να επεξεργαστείτε, Επεξεργ
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, εκδίδω, Επεξεργασία, edit, επεξεργαστείτε, να επεξεργαστείτε, Επεξεργ