Επιμελούμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιμελούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stileren, opstellen, bedienen, opmaken, redigeren, epimeloumai
Επιμελούμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιμελούμαι

επιμελούμαι αρχαια, επωφελούμαι συνωνυμα, επιμελούμαι παραγωγα, επιμελούμαι σύνταξη, επιμελούμαι κλιση, επιμελούμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιμελούμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιμήκυνση στα ολλανδικά - verlenging, rek, elongatie, uitrekking, de rek
  • επιμελής στα ολλανδικά - vlijtig, naarstig, ijverig, nijver, zorgvuldig, ijverige, zorgvuldige, ...
  • επιμονή στα ολλανδικά - werkingsduur, volharding, vasthoudendheid, doorzettingsvermogen, het doorzettingsvermogen, de volharding
  • επιμύθιο στα ολλανδικά - zedenkundig, zedelijk, moraal, moreel, nasleep, Aftermath, De Nasleep, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιμελούμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stileren, opstellen, bedienen, opmaken, redigeren, epimeloumai