Rekken στα ελληνικά

Μετάφραση: rekken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτείνομαι, τεντώνομαι, τεζάρω, τεντώνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Rekken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rekenmachine στα ελληνικά - κομπιουτεράκι, αριθμομηχανή, Υπολογιστής, calculator, αριθμομηχανής
  • rekenschap στα ελληνικά - λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
  • rekruut στα ελληνικά - στρατολογώ, νεοσύλλεκτος, πρόσληψη, προσλάβει, προσλαμβάνουν, στρατολογούν
  • rekwireren στα ελληνικά - επίταξη, επιτάξεως, επίταξης
Τυχαίες λέξεις
Rekken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτείνομαι, τεντώνομαι, τεζάρω, τεντώνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση