Rijden στα ελληνικά

Μετάφραση: rijden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βόλτα, ταξιδεύω, οδηγώ, ατραξιόν, ιππεύω, να οδηγείτε, να οδηγεί, να οδηγούν, να οδηγήσετε, να οδηγήσει
Rijden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rif στα ελληνικά - ύφαλος, ύφαλο, υφάλου, υφάλων, σκοπέλων
  • rij στα ελληνικά - βαθμίδα, βαθμός, καβγάς, κωπηλατώ, κατατάσσω, σειρά, βαθμολογώ, ...
  • rijk στα ελληνικά - πλούσιος, ευκατάστατος, σφαίρα, άφθονος, τομέας, κοκκινίζω, εύπορος, ...
  • rijkdom στα ελληνικά - αφθονία, πλούτος, πλούτου, πλούτο, τον πλούτο, του πλούτου
Τυχαίες λέξεις
Rijden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βόλτα, ταξιδεύω, οδηγώ, ατραξιόν, ιππεύω, να οδηγείτε, να οδηγεί, να οδηγούν, να οδηγήσετε, να οδηγήσει