Οδηγώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: οδηγώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oprit, veldtocht, campagne, drijven, rijden, besturen, oprijlaan, rit, schijf, station, aandrijving
Οδηγώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδηγώ

οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ και πίνω, οδηγώ συνώνυμο, οδηγώ συνωνυμα, οδηγώ και είμαι λιώμα, οδηγώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οδηγώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οδηγία στα ολλανδικά - richtlijn, instructie, van Richtlijn, richtlijn van, de richtlijn
  • οδηγός στα ολλανδικά - chauffeur, vademecum, brengen, bestuurder, gidsboek, dirigeren, mennen, ...
  • οδοιπορία στα ολλανδικά - mars, maart, opmars, March, tocht
  • οδοντίατρος στα ολλανδικά - tandarts, de tandarts, tand arts, tandarts te, dentist
Τυχαίες λέξεις
Οδηγώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: oprit, veldtocht, campagne, drijven, rijden, besturen, oprijlaan, rit, schijf, station, aandrijving