Rondmaken στα ελληνικά
Μετάφραση: rondmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιοδεία, γύρος, στρογγυλός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
Μεταφράσεις
- rondgeven στα ελληνικά - απονέμω, μοιράζω, αγορά, διανέμω, να περάσει, περάσει, περνούν, ...
- rondleiden στα ελληνικά - διαγωγή, αγορά, σκηνοθετώ, φέρσιμο, συμπεριφορά, ξεναγώ, οδηγός, ...
- rondom στα ελληνικά - γύρω, περί, για, περίπου, γύρω από, όλο, σε όλο
- rondreis στα ελληνικά - περιοδεύω, ταξίδι, γύρος, περιοδεία, περιήγηση, ξενάγηση, περιοδειών, ...
Τυχαίες λέξεις
Rondmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιοδεία, γύρος, στρογγυλός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
Μεταφράσεις: περιοδεία, γύρος, στρογγυλός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή