Roven στα ελληνικά

Μετάφραση: roven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεηλατώ, ξεγυμνώνω, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
Roven στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rouw στα ελληνικά - πένθος, πένθους, το πένθος, θρήνος, θρήνου
  • rouwen στα ελληνικά - θρηνώ, πενθώ, κλαίω, θρηνούν, θρηνήσουν, πενθήσουν
  • rover στα ελληνικά - ληστής, ληστή, κλέφτης, ο ληστής, ληστρική
  • royaal στα ελληνικά - φαρδύς, πλατύς, τεράστιος, ανοιχτοχέρης, ευρύχωρος, πελώριος, διεξοδικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Roven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεηλατώ, ξεγυμνώνω, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob