Ruimheid στα ελληνικά
Μετάφραση: ruimheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ruim στα ελληνικά - τεράστιος, περιεκτικός, μεγάλος, πλήρης, πελώριος, φαρδύς, εκτεταμένος, ...
- ruimen στα ελληνικά - άδειος, διεύρυνσης, εκγλυφάνσεως, εντόρνευση, γλυφανισμό, αφαίρεση υλικού με διάτρηση
- ruiming στα ελληνικά - κατάργηση, κατάλυση, σφαγή, θανάτωση, θανάτωσης, επιλεκτικής σφαγής, επιλεκτική σφαγή
- ruimschoots στα ελληνικά - άφθονα, επαρκώς, ευρέως, μεγάλο βαθμό, εκτενώς
Τυχαίες λέξεις
Ruimheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Μεταφράσεις: φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους