Samenspanning στα ελληνικά
Μετάφραση: samenspanning, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλοκή, συνωμοσία, συνωμοτώ, συνωμοσίας, συνομωσία, συνομωσίας, συνωμοσία για
Μεταφράσεις
- samenscholing στα ελληνικά - ομήγυρη, σύναξη, συσσώρευση, συρροή, συνέλευση, συναρμολόγηση, συγκέντρωση, ...
- samenspannen στα ελληνικά - συνωμοτώ, συνωμοτούν, συνωμοτούν για, συνωμοτήσουν, συνομωτούν
- samenstellen στα ελληνικά - συλλέγω, συγκροτώ, μεταγλωττίζω, συνθέτω, συντάσσω, αποτελώ, συνθέτουν, ...
- samenstelling στα ελληνικά - σύνταγμα, σύνθεση, κατασκευή, έκθεση, σκελετός, ανέγερση, δομή, ...
Τυχαίες λέξεις
Samenspanning στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλοκή, συνωμοσία, συνωμοτώ, συνωμοσίας, συνομωσία, συνομωσίας, συνωμοσία για
Μεταφράσεις: πλοκή, συνωμοσία, συνωμοτώ, συνωμοσίας, συνομωσία, συνομωσίας, συνωμοσία για