Sarcastisch στα ελληνικά
Μετάφραση: sarcastisch, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρκαστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sappig στα ελληνικά - χυμώδης, ζουμερός, άφθονος, μεθύστακας, ζουμερά, ζουμερό, juicy, ...
- sappigheid στα ελληνικά - κέφι, ζουμερότητα, ζουμερότης, ευχυμία, χυμώδη υφή, το χυμώδες
- sardine στα ελληνικά - σαρδέλα, σαρδέλλα, σαρδέλας, της σαρδέλας, σαρδέλλας
- sas στα ελληνικά - SAS, η SAS, της SAS, τη SAS
Τυχαίες λέξεις
Sarcastisch στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί