Schoonmaken στα ελληνικά

Μετάφραση: schoonmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκενώνω, καθαρός, εκκαθαρίζω, καθαρίζω, εκκαθάριση, καθαρίσει, καθαρισμό, τον καθαρισμό, να καθαρίσει
Schoonmaken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • schoonheid στα ελληνικά - καλλονή, ομορφιά, ομορφιάς, την ομορφιά, Beauty, ομορφιές
  • schoonmaak στα ελληνικά - καθάρισμα, καθαρισμός, καθαρισμού, καθαρισμό, τον καθαρισμό
  • schoorsteen στα ελληνικά - τζάκι, καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, καπνοδόχο, καπνοδόχων
  • schoorvoeten στα ελληνικά - Ξυρισμένα, Ξυρισμένος, Ξυρισμένο, Shaved, Ξυρισμένες
Τυχαίες λέξεις
Schoonmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκενώνω, καθαρός, εκκαθαρίζω, καθαρίζω, εκκαθάριση, καθαρίσει, καθαρισμό, τον καθαρισμό, να καθαρίσει