Καθαρίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: καθαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jassen, leeg, net, rein, ledig, puur, proper, schillen, afpellen, zuiveren, leegte, zindelijk, louteren, helder, reinigen, zuiver, schuren, afzoeken, doorzoeken, scour, te schuren
Καθαρίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαρίζω

καθαρίζω καμινάδα από κάπνα, καθαρίζω συνώνυμα, καθαρίζω την κύπρο σε μια μέρα, καθαρίζω το φούρνο, καθαρίζω για τη γυναίκα μου 1987, καθαρίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθαρίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθαιρώ στα ολλανδικά - verlagen, degraderen, lustrate
  • καθαρά στα ολλανδικά - zuiver, klaar, helder, netto, uitgesproken, duidelijk, licht, ...
  • καθαρίστρια στα ολλανδικά - meid, dienstmeisje, meisje, bruidsmeisje, schoonmaakdienst
  • καθαρισμός στα ολλανδικά - schoonmaak, reiniging, reinigen, zuiveren, zuiverende, zuiveren van, het zuiveren
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: jassen, leeg, net, rein, ledig, puur, proper, schillen, afpellen, zuiveren, leegte, zindelijk, louteren, helder, reinigen, zuiver, schuren, afzoeken, doorzoeken, scour, te schuren