Set στα ελληνικά

Μετάφραση: set, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετώ, βολεύω, αρμόζω, τοποθετώ, καθορισμένος, εξοπλισμός, κοστούμι, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
Set στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • servet στα ελληνικά - χαρτοπετσέτα, πετσετάκι, πετσέτα, υγείας, σερβιέτας, σερβιέτα
  • sessie στα ελληνικά - ώρα, συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία
  • sfeer στα ελληνικά - μετριάζω, έγκλιση, υφήλιος, περιοχή, τροχιά, διάθεση, αρμοδιότητα, ...
  • shilling στα ελληνικά - σελίνι, σελλίνι, Shilling, σελινιού, σελλινιού
Τυχαίες λέξεις
Set στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετώ, βολεύω, αρμόζω, τοποθετώ, καθορισμένος, εξοπλισμός, κοστούμι, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη