Λέξη: τυφλοπόντικας

Σχετικές λέξεις: τυφλοπόντικας

τυφλοπόντικας wiki, τυφλοπόντικας στον κηπο, τυφλοπόντικας που ροχαλιζει, τυφλοπόντικας wikipedia, ο τυφλοπόντικας, τυφλοπόντικας στα αγγλικά, τυφλοπόντικας με μύτη αστερία, τυφλοπόντικας εξόντωση, τυφλοπόντικας αντιμετώπιση, τυφλοπόντικας καταπολέμηση

Συνώνυμα: τυφλοπόντικας

εληά τού δέρματος, κηλίδα του δέρματος, κρεατοελιά, ασπάλακας, κυματοθραύστης, μύωξος

Μεταφράσεις: τυφλοπόντικας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mole, dormouse, a mole, the mole, mole is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
malecón, topo, lunar, mol, moles, en moles
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mol, pigmentfleck, spion, leberfleck, mole, wellenbrecher, knötchen, maulwurf, hautknötchen, Maulwurf, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
estacade, taupe, brise-lames, jetée, chaussée, môle, digue, moles, molaire, en moles, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
talpa, neo, molo, mole, moli
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
molde, toupeira, moles, mol, molar, em moles
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mol, havendam, pier, moedervlek, molaire, mole, mol-
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
родинка, крот, дамба, мол, грамм-молекула, моль, моля, мольное, мольных
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
moldvarp, føflekk, bølgebryter, mole, muldvarp, føflekken, mol
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pir, mullvad, mol, mol-, mole
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aallonmurtaja, maamyyrä, myyrä, mooli, moolia, mol, mooli-, mol-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
muldvarp, mol, mol-, mole
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hráz, krtek, molo, mol, molu, molární, molárních
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
molo, pieprzyk, kręt, kret, zaśniad, grobla, wtyczka, mol, molowych, mola
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mól, anyajegy, vakond, májfolt, üszög, szépségfolt, mol
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dalgakıran, köstebek, mol, mole, mol bazında, molü
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шаблони, моль, міль
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mol, nishan, urith, pendë, Urithi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
къртица', къртица, мол, мола, къртицата, молни, молно
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моль
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
raha, sünnimärk, muul, mool, mutt, mooli, mol, mole
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pjega, mladež, lukobran, pristanište, gat, krtica, mola, mol
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bryggja, mól, Mole, mói, mól af
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
talpa
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kurmis, molis, mol, apgamas, damba
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viļņlauzis, kurmis, mols, mole, molu, mola, moli
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крт, мол, бенка, попово, молови
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârtiţă, dig, mol, moli, molar, aluniță, molare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krtek, mole, mol, mola, molov, molsko
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krtek, krtko, krtkovia
Τυχαίες λέξεις