Ski στα ελληνικά

Μετάφραση: ski, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκι, του σκι, χιονοδρομικό, κέντρο
Ski στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sjilpen στα ελληνικά - τερετίζω, κρυφοκοιτάζω, τραγουδώ, τιτιβίζω, έξαψη, κελάδημα, Twitter, ...
  • skelet στα ελληνικά - σκελετός, σκελετό, σκελετού, του σκελετού
  • skiën στα ελληνικά - σκι, να κάνει σκι, για σκι, για να κάνουν σκι, να κάνουν σκι, να σκι
  • sla στα ελληνικά - μαρούλι, μαρούλια, μαρουλιού, τα μαρούλια, το μαρούλι
Τυχαίες λέξεις
Ski στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκι, του σκι, χιονοδρομικό, κέντρο