Σκι στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ski, skiën, skigebied, wintersport
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκι
σκι σαφαρι, σκι τβ, σκι στην ελβετια, σκι καιρος, σκι αντοχης, σκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκηνοθέτης στα ολλανδικά - bestuurder, directeur, beheerder, Director, regisseur
- σκηνοθετώ στα ολλανδικά - rechtstreeks, richten, voeren, stadium, bestuur, mennen, recht, ...
- σκιά στα ολλανδικά - schakering, schaduwbeeld, geest, afdruk, blinde, schaduw, schaduwen, ...
- σκιάδα στα ολλανδικά - baldakijn, luifel, canopy, kap, overkapping
Τυχαίες λέξεις
Σκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ski, skiën, skigebied, wintersport
Μεταφράσεις: ski, skiën, skigebied, wintersport