Slot στα ελληνικά

Μετάφραση: slot, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήξη, κατάληξη, αποφασιστικότητα, κλειδαριά, απόφαση, σφίγγω, αγκιστρώνω, γάντζος, τελειώνω, τέλος, άγκιστρο, συμπέρασμα, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλειδώνει, κλειδώστε
Slot στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • slopen στα ελληνικά - καταναλώνω, κατεδαφίσει, κατεδάφιση, κατεδαφίσουν, γκρεμίσει, την κατεδάφιση
  • slordig στα ελληνικά - ακατάστατος, τσαπατσούλικης, ατημέλητο, slovenly
  • slotenmaker στα ελληνικά - κλειδαράς, κλειδαρά, Locksmith, κλειδαράδων, κλειθροποιού
  • sluier στα ελληνικά - πέπλος, πέπλο, πέπλου, το πέπλο, καταπέτασμα, βέλο
Τυχαίες λέξεις
Slot στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήξη, κατάληξη, αποφασιστικότητα, κλειδαριά, απόφαση, σφίγγω, αγκιστρώνω, γάντζος, τελειώνω, τέλος, άγκιστρο, συμπέρασμα, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλειδώνει, κλειδώστε