Κλειδαριά στα ολλανδικά

Μετάφραση: κλειδαριά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slot, afsluiten, sluis, opsluiten, sluiten, vergrendelen
Κλειδαριά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλειδαριά

κλειδαριά e-ternal, κλειδαριά ασφαλείας, κλειδαριά ποδηλάτου, κλειδαριά ασφαλείας omega plus mul-t-lock, κλειδαριά abus, κλειδαριά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κλειδαριά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κλείσιμο στα ολλανδικά - sluiting, afsluiting, sluiten, de sluiting, gesloten
  • κλειδί στα ολλανδικά - toets, fundamenteel, toonladder, kilo, toonschaal, sleutel, scala, ...
  • κλειτορίδα στα ολλανδικά - clit
  • κλεφτός στα ολλανδικά - dieven, Thieves, de dieven, rovers
Τυχαίες λέξεις
Κλειδαριά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: slot, afsluiten, sluis, opsluiten, sluiten, vergrendelen