Απόφαση στα ολλανδικά

Μετάφραση: απόφαση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beslissing, besluit, slot, conclusie, uitspraak, besluit van, Beschikking van de
Απόφαση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απόφαση

απόφαση 2003/33/εκ, απόφαση στε, απόφαση συμβουλίου επικρατείας, απόφαση για κοινωνικό μέρισμα, απόφαση ελεγκτικού συνεδρίου για εφάπαξ, απόφαση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απόφαση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απότομα στα ολλανδικά - abrupt, kortaf, botweg, plotseling, plots, bruusk, abrupt te
  • απότομος στα ολλανδικά - louter, eerlijk, stomp, rein, puur, bot, bruusk, ...
  • απόφθεγμα στα ολλανδικά - spreuk, kernspreuk, aforisme, Maxim, stelregel, adagium, maxime
  • απόφοιτος στα ολλανδικά - afgestudeerd, gediplomeerd, afgestudeerde, gediplomeerde, graduate, de gediplomeerde, gediplomeerde van
Τυχαίες λέξεις
Απόφαση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beslissing, besluit, slot, conclusie, uitspraak, besluit van, Beschikking van de