Sluipen στα ελληνικά

Μετάφραση: sluipen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουτώ, κλέβω, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε
Sluipen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sluiks στα ελληνικά - λάθρα, κρυφίως, ύπουλα, αθόρυβα, stealthily
  • sluimeren στα ελληνικά - υπνάκος, ελαφρός ύπνος, κοιμάμαι ελαφρά, ύπνο, λήθαργο, slumber
  • sluiten στα ελληνικά - διπλώνω, αποπνιχτικός, πτυχή, κοντά, πνιγηρός, κολλητός, για να κλείσει, ...
  • sluiting στα ελληνικά - κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, πώμα, πώματος
Τυχαίες λέξεις
Sluipen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουτώ, κλέβω, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε