Sluiten στα ελληνικά
Μετάφραση: sluiten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλώνω, αποπνιχτικός, πτυχή, κοντά, πνιγηρός, κολλητός, για να κλείσει, να κλείσει, για να κλείσετε, να κλείσετε, να κλείσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sluimeren στα ελληνικά - υπνάκος, ελαφρός ύπνος, κοιμάμαι ελαφρά, ύπνο, λήθαργο, slumber
- sluipen στα ελληνικά - βουτώ, κλέβω, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε
- sluiting στα ελληνικά - κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, πώμα, πώματος
- sluitzegel στα ελληνικά - αυτοκόλλητο, αφίσα, αφίσας, με ουρανό, πόστερ, poster
Τυχαίες λέξεις
Sluiten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλώνω, αποπνιχτικός, πτυχή, κοντά, πνιγηρός, κολλητός, για να κλείσει, να κλείσει, για να κλείσετε, να κλείσετε, να κλείσουν
Μεταφράσεις: διπλώνω, αποπνιχτικός, πτυχή, κοντά, πνιγηρός, κολλητός, για να κλείσει, να κλείσει, για να κλείσετε, να κλείσετε, να κλείσουν