Smachtend στα ελληνικά
Μετάφραση: smachtend, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καημός, λαχτάρα, αδύνατος, μαραζώνουν, μαραζώνει, δεινοπαθούν, που δεινοπαθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- smaakstof στα ελληνικά - άρτυμα, άρωμα, αρωματικές, αρτυματικές, αρωματισμού
- smachten στα ελληνικά - αναστενάζω, αναστεναγμός, ποθώ, λαχταρώ, λαχταρούν, την επιζητούν, δίψασε
- smakelijk στα ελληνικά - γευστικός, νόστιμο, νόστιμα, γευστικό, νόστιμη
- smaken στα ελληνικά - γούστο, γεύομαι, γεύση, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
Τυχαίες λέξεις
Smachtend στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καημός, λαχτάρα, αδύνατος, μαραζώνουν, μαραζώνει, δεινοπαθούν, που δεινοπαθούν
Μεταφράσεις: καημός, λαχτάρα, αδύνατος, μαραζώνουν, μαραζώνει, δεινοπαθούν, που δεινοπαθούν