Snel στα ελληνικά

Μετάφραση: snel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γοργός, γρήγορος, γρήγορα, νηοπομπή, στόλος, γοργά, γρήγορη, γρήγορο, ταχείας
Snel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sneeuw στα ελληνικά - χιονίζω, χιόνι, χιονιού, το χιόνι, χιόνια, του χιονιού
  • sneeuwen στα ελληνικά - χιόνι, χιονίζω, χιονιού, του χιονιού, να χιονίζει, χιονίσει
  • snelheid στα ελληνικά - επισπεύδω, ταχύτητα, τρέχω, φόρα, ταχύτητας, την ταχύτητα, της ταχύτητας, ...
  • snelschrift στα ελληνικά - στενογραφία, συντομογραφία, στενογραφίας, συντόμευση, συντομογραφίας
Τυχαίες λέξεις
Snel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γοργός, γρήγορος, γρήγορα, νηοπομπή, στόλος, γοργά, γρήγορη, γρήγορο, ταχείας