Λέξη: γυαλί

Σχετικές λέξεις: γυαλί

γυαλί ο έρωτάς σου, γυαλί νισύρου, γυαλί καφενέ, γυαλί ασφαλείας, γυαλί ενισχυμένο με σύρμα, γυαλί ανακύκλωση, γυαλί ονειροκρίτης, γυαλί δωδεκανήσου, γυαλί γυαλί, γυαλί καφενέ ιωάννινα, υγρό γυαλί

Μεταφράσεις: γυαλί

γυαλί στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
glass, of glass

γυαλί στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vaso, vidrio, copa, cristal, de vidrio

γυαλί στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gläsern, spiegel, glas, verglasen, fernglas, Glas, Glases

γυαλί στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vitré, verre, verrerie, glace, vitre, en verre, le verre, de verre

γυαλί στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vetro, bicchiere, di vetro, in vetro, vetri

γυαλί στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
copo, vidro, relancear, de vidro, vidro de, vidros

γυαλί στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drinkglas, glas, glazen

γυαλί στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
телескоп, склянка, рюмка, зеркало, стакан, бинокль, бокал, стекло, микроскоп, стопка, линза, стекла, стеклянный, стеклянная

γυαλί στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
glass, glasset

γυαλί στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glas, glaset

γυαλί στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lasi, lasin, lasia, lasinen, lasista

γυαλί στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rude, glas, glasset, glasplade, af glas

γυαλί στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sklo, sklenka, skla, skleněné, sklářských, skleněná

γυαλί στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szkiełko, szkło, kieliszek, szklanka, oszklenie, lampka, szyba, szkła

γυαλί στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pohár, üveg, üvegből, üveget, az üveg

γυαλί στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cam, bardak, ayna, camı, bir cam

γυαλί στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скляний, бінокль, скло, телескоп, стакан, склянка, стекло

γυαλί στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gotë, xham, qelq, Glass, qelqi

γυαλί στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стъкло, стекло, стъклен, чаша, стъклена, стъклени

γυαλί στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шкло, лёд, шклянка, сцякло, стекло

γυαλί στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
klaas, pikksilm, klaasist, klaasi, klaas-

γυαλί στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čaša, naočale, časa, staklena, ostakliti, staklo, stakla, staklenim, staklene

γυαλί στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spegill, gler, glas, gleri, úr gleri, gler af

γυαλί στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stikliukas, stiklinė, stiklas, stiklo, stiklai, stiklinis, glass

γυαλί στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stikls, glāze, stikla, Glass, stiklu

γυαλί στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стакло, стаклени, чаша, стаклена, стаклото

γυαλί στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pahar, sticlă, sticla, de sticlă, din sticlă

γυαλί στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
steklo, kozarec, skledice, šipa, stekla, glass, steklena, steklene

γυαλί στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohár, sklo, skla, sklá

Στατιστικά δημοτικότητας: γυαλί

Τυχαίες λέξεις