Solvent στα ελληνικά

Μετάφραση: solvent, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εχέγγυος, φερέγγυος, διαλύτη, διαλύτης, διαλύτου, διαλυτών, του διαλύτη
Solvent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • solist στα ελληνικά - σολίστ, σολίστας, σολίστα, μονωδός, soloist
  • sollicitant στα ελληνικά - υποψήφιος, προοπτική, υποψήφιες, υποψήφια, υποψήφιων, υποψήφιο
  • solveren στα ελληνικά - ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
  • som στα ελληνικά - ανέρχομαι, ποσόν, ολικός, σύνολο, ποσό, πράξη, άθροισμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Solvent στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εχέγγυος, φερέγγυος, διαλύτη, διαλύτης, διαλύτου, διαλυτών, του διαλύτη