Span στα ελληνικά
Μετάφραση: span, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπιθαμή, ζεύω, ζευγάρι, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, άνοιγμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- spaarzaam στα ελληνικά - φειδωλός, με φειδώ, φειδώ, ελάχιστα, λιτά, μερικώς
- spaarzaamheid στα ελληνικά - λιτότητα, λιτότης, thrift, λιτότητας, φειδώ
- spang στα ελληνικά - σφίγγω, γάντζος, αγκιστρώνω, άγκιστρο, καρφίτσα, πόρπη, κούμπωμα, ...
- spannen στα ελληνικά - τεζάρω, σφίγγω, τεντώνομαι, τεντώνω, εκτείνομαι, ένταση, τάση, ...
Τυχαίες λέξεις
Span στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπιθαμή, ζεύω, ζευγάρι, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, άνοιγμα
Μεταφράσεις: σπιθαμή, ζεύω, ζευγάρι, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, άνοιγμα