Σπιθαμή στα ολλανδικά

Μετάφραση: σπιθαμή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stelletje, stel, duo, span, brug, paar, tweetal, koppel, overspanning, spanwijdte, bereik, verbruikt
Σπιθαμή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σπιθαμή

μια σπιθαμή, σπιθαμή μονάδα μέτρησησ, σπιθαμή προς σπιθαμή, σπιθαμή ή σπιθαμή, σπιθαμή λεξικό, σπιθαμή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σπιθαμή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σπηλιά στα ολλανδικά - grot, krocht, spelonk, hol, holte, cave, grotten
  • σπιθίζω στα ολλανδικά - schitteren, schitterde, fonkelden, fonkelde, schitterden, glinsterden
  • σπιθοβολώ στα ολλανδικά - sprank, vonk, spithovolo
  • σπιλώνω στα ολλανδικά - besmeurd, bezoedeld, besmeurde, bezoedelde, bezoedelen
Τυχαίες λέξεις
Σπιθαμή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stelletje, stel, duo, span, brug, paar, tweetal, koppel, overspanning, spanwijdte, bereik, verbruikt