Spreekbeurt στα ελληνικά

Μετάφραση: spreekbeurt, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομιλία, νουθετώ, διάλεξη, μιλώ, διάλεξης, διαλέξεων, διδασκαλίας
Spreekbeurt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sprakeloos στα ελληνικά - εμβρόντητος, άναυδος, χαζός, μουγγός, άφωνος, άφωνους, άφωνο, ...
  • sprank στα ελληνικά - σπιθοβολώ, σπίθα, σπινθήρας, σπινθήρα, με σπινθήρα, σπινθήρων
  • spreektrant στα ελληνικά - γλώσσα, ευγλωττία, ρητορική, λόγου και ορθοφωνίας, ορθοφωνίας
  • spreekwoord στα ελληνικά - ρήση, γνωμικό, πριόνι, είδα, έκφραση, παροιμία, πριονίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Spreekbeurt στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομιλία, νουθετώ, διάλεξη, μιλώ, διάλεξης, διαλέξεων, διδασκαλίας