Λέξη: φιλαργυρία

Συνώνυμα: φιλαργυρία

φειδώ, οικονομία, αθλιότητα, προστυχιά, τσιγγουνιά, τσιγκουνιά

Μεταφράσεις: φιλαργυρία

φιλαργυρία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
avarice, niggardliness, parsimony, sordidness, stinginess

φιλαργυρία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
avidez, avaricia, la avaricia, codicia, la codicia

φιλαργυρία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
habgier, geldgier, gier, geiz, habsucht, Habsucht, Habgier, Gier, Geldgier, Geiz

φιλαργυρία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avidité, rapacité, mesquinerie, avarice, cupidité, l'avarice, la cupidité

φιλαργυρία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bramosia, cupidigia, avarizia, avidità, l'avarizia, dell'avarizia

φιλαργυρία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
avareza, a avareza, avarice, cobiça, da avareza

φιλαργυρία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vrekkigheid, schraperigheid, inhaligheid, gierigheid, hebzucht, avarice, de hebzucht, de gierigheid

φιλαργυρία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
алчность, жадность, прижимистость, скряжничество, скупость, сребролюбие, скупости

φιλαργυρία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjerrighet, griskhet, grådighet, avarice, havesyke

φιλαργυρία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avarice, girighet, snålhet, snikenhet, snålheten

φιλαργυρία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voitonhimo, ahneus, avarice, ahneudesta, ahneutta, ahneuteen

φιλαργυρία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
griskhed, grådighed, havesyge, gerrighed, Gjerrighed

φιλαργυρία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lakomství, chamtivost, skoupost, lakota, hrabivost

φιλαργυρία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chciwość, chciwy, skąpstwo, chciwości, avarice, skąpstwa

φιλαργυρία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fösvénység, kapzsiság, a kapzsiság, kapzsiságukat, a fösvénység

φιλαργυρία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hırs, açgözlülük, para hırsı, avarice, hırsını

φιλαργυρία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скупість, жадібність, жадність, жадоба, жадность

φιλαργυρία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dorështrëngim, koprraci, koprracisë

φιλαργυρία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
алчност, скъперничество, сребролюбие, сребролюбието, алчността

φιλαργυρία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прагнасць, жадность, сквапнасць, прагнасцю, сквапнасьць

φιλαργυρία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saamahimu, ahnus, avarice, ahnuse, rahaahnus

φιλαργυρία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pohlepa, tvrdičluk, škrtost, pohlepe, avarice, gramzljivost

φιλαργυρία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ágirnd, avarice

φιλαργυρία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cupiditas, avaritia

φιλαργυρία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gobšumas, godumas, šykštumas, Chciwość, Mantrausība

φιλαργυρία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mantrausība, rijība, mantkārība, skopums, mantkārīgā

φιλαργυρία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
среброљубие, алчност, среброљубието, побуди, алчноста

φιλαργυρία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avariţie, avariție, avariția, avariției, lăcomie, zgârcenia

φιλαργυρία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lakota, avarice, skopost, Škrtost, Pohlepa

φιλαργυρία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lakota, lakomosť, Lakota, lakomstvo, chamtivosť, šetrnosť
Τυχαίες λέξεις