Stoel στα ελληνικά
Μετάφραση: stoel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρέκλα, έδρα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stiptheid στα ελληνικά - ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβεια
- stock στα ελληνικά - μαγαζί, παρακρατώ, βάζω, αποθηκεύω, απόθεμα, στοκ, μετοχή, ...
- stoep στα ελληνικά - πεζόδρομος, πεζοδρόμιο, κατώφλι, πόρτα, την πόρτα, το κατώφλι
- stoer στα ελληνικά - εταιρία, γερός, σκληρός, δύσκολος, ρωμαλέος, σκληροτράχηλος, εδραίος, ...
Τυχαίες λέξεις
Stoel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρέκλα, έδρα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
Μεταφράσεις: καρέκλα, έδρα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει