Καρέκλα στα ολλανδικά
Μετάφραση: καρέκλα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zetel, stoel, president-directeur, leerstoel, kinderstoel, voorzitter, chair
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καρέκλα
καρέκλα μασάζ, καρέκλα γραφείου, καρέκλα διευθυντική minister, καρέκλα σκηνοθέτη, καρέκλα διευθυντική otello, καρέκλα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καρέκλα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καράφα στα ολλανδικά - decanteren, karaf, carafe, karafje
- καρέ στα ολλανδικά - betomen, beteugelen, bedwingen, frames, kozijnen, kaders, lijsten, ...
- καρίνα στα ολλανδικά - kiel, keel, de kiel
- καρακάξα στα ολλανδικά - ekster, Magpie, de Ekster, eksters
Τυχαίες λέξεις
Καρέκλα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zetel, stoel, president-directeur, leerstoel, kinderstoel, voorzitter, chair
Μεταφράσεις: zetel, stoel, president-directeur, leerstoel, kinderstoel, voorzitter, chair