Stomp στα ελληνικά

Μετάφραση: stomp, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουγγός, απότομος, πυκνός, θολωμένος, δασύς, αμυδρός, μουχρός, χαζός, μονοκόμματος, μουντός, βραδύς, θολός, αμβλύς, βαρετός, πληκτικός, θαμπός, στέλεχος, στελέχους, απόκομμα, κορμός
Stomp στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stomkop στα ελληνικά - εξαντλώ, χυμός, κοροϊδεύω, ζουμί, χαζός, βλάκας, tomnoddy
  • stommeling στα ελληνικά - βλάκας, εξαντλώ, χυμός, χαζός, κοροϊδεύω, ζουμί, κουτορνίθι, ...
  • stompen στα ελληνικά - γρονθοκοπώ, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
  • stompzinnig στα ελληνικά - χαζός, κουτός, αμβλεία, αμβλείες, αμβλείας, αμβλείαν
Τυχαίες λέξεις
Stomp στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουγγός, απότομος, πυκνός, θολωμένος, δασύς, αμυδρός, μουχρός, χαζός, μονοκόμματος, μουντός, βραδύς, θολός, αμβλύς, βαρετός, πληκτικός, θαμπός, στέλεχος, στελέχους, απόκομμα, κορμός