Θολωμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: θολωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schemerig, dof, donker, gesmoord, bot, duister, toonloos, stomp, wazig, vaag, onscherpe, wazige, vage
Θολωμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θολωμένος

θολωμένος συνώνυμα, θολωμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θολωμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • θνησιμότητα στα ολλανδικά - sterfte, sterftecijfer, sterfelijkheid, mortaliteit, de sterfte
  • θνητός στα ολλανδικά - snuiter, sujet, vent, knul, kerel, menselijk, persoon, ...
  • θολός στα ολλανδικά - duister, donker, stomp, bot, gesmoord, dof, schemerig, ...
  • θολώνω στα ολλανδικά - wolk, troebel maken, roil, troebel, kolkend
Τυχαίες λέξεις
Θολωμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schemerig, dof, donker, gesmoord, bot, duister, toonloos, stomp, wazig, vaag, onscherpe, wazige, vage