Stoom στα ελληνικά
Μετάφραση: stoom, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατμός, αχνίζω, ατμού, ατμό, με ατμό, χαμάμ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stookmateriaal στα ελληνικά - καύσιμο, καύσιμα, τροφοδοτώ, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά, ...
- stookplaats στα ελληνικά - τζάκι, εστία, εστίας, φωτιάς, δαπέδου
- stoomboot στα ελληνικά - ατμόπλοιο, Steamboat, ατμόπλοιου, το ατμόπλοιο, ατμοπλοϊκός
- stoomketel στα ελληνικά - καυστήρας, καζάνι, λέβητας, λέβητα, του λέβητα, boiler, μπόιλερ
Τυχαίες λέξεις
Stoom στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατμός, αχνίζω, ατμού, ατμό, με ατμό, χαμάμ
Μεταφράσεις: ατμός, αχνίζω, ατμού, ατμό, με ατμό, χαμάμ