Ατμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ατμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wasem, damp, stoom, stoombad, turks, van stoom, stoom-
Ατμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατμός

ατμός παυλόπουλος, υπέρθερμοσ ατμόσ, κορεσμένος ατμός, λέβητες ατμός, υγρός ατμός, ατμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ατμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ατζαμής στα ολλανδικά - plomp, onbeholpen, onhandig, sukkelig, stumperig, knullig, beginneling, ...
  • ατημέλητος στα ολλανδικά - in, op, in de, in het, van
  • ατμόσφαιρα στα ολλανδικά - bries, nota, nuance, voorkomen, lucht, dampkring, wijsje, ...
  • ατολμία στα ολλανδικά - verlegenheid, schroom, gebrek aan zelfvertrouwen, diffidence, schroomvalligheid
Τυχαίες λέξεις
Ατμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wasem, damp, stoom, stoombad, turks, van stoom, stoom-