Storen στα ελληνικά

Μετάφραση: storen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοτίζομαι, ενοχλούμαι, ενοχλώ, παρενοχλώ, κόπος, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί
Storen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stopplaats στα ελληνικά - στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
  • stopzetten στα ελληνικά - στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
  • storend στα ελληνικά - ενοχλητικός, ενοχλητικό, ενοχλητική, προβληματική, ενοχλητικές
  • storing στα ελληνικά - παρεμβολή, παρακώλυση, εμπόδιο, ενόχληση, δυσλειτουργία, δυσλειτουργίας, βλάβη, ...
Τυχαίες λέξεις
Storen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοτίζομαι, ενοχλούμαι, ενοχλώ, παρενοχλώ, κόπος, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί