Strekking στα ελληνικά

Μετάφραση: strekking, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχεδιάζω, σχεδιασμός, προαίρεση, σημασία, πρόθεση, έννοια, ροπή, σκοπός, αποβλέπω, μόδα, τάση, σκοπεύω, σχέδιο, βλέψη, αποφασιστικότητα, έκταση, πεδίο δράσης, περιθώριο, πεδίο εφαρμογής
Strekking στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • streep στα ελληνικά - ταινία, γραμμή, κλήρος, μοίρα, ρυτίδα, παρατάσσω, γυμνώνω, ...
  • strekken στα ελληνικά - εκτείνομαι, τεντώνω, τεζάρω, τεντώνομαι, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, ...
  • strelen στα ελληνικά - χτύπημα, χαϊδεύω, εγκεφαλικό, πετώ, χάδι, χάδια, τα χάδια, ...
  • streng στα ελληνικά - αυστηρός, σφιχτός, βλοσυρός, στενός, πρύμνη, νήμα, κλώνου, ...
Τυχαίες λέξεις
Strekking στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχεδιάζω, σχεδιασμός, προαίρεση, σημασία, πρόθεση, έννοια, ροπή, σκοπός, αποβλέπω, μόδα, τάση, σκοπεύω, σχέδιο, βλέψη, αποφασιστικότητα, έκταση, πεδίο δράσης, περιθώριο, πεδίο εφαρμογής