Έννοια στα ολλανδικά

Μετάφραση: έννοια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plan, doel, bedoeling, zin, strekking, opvatting, betekenis, begrip, zorgen, betekent, wat betekent, betekent dat, wat betekent dat
Έννοια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έννοια

έννοια χρηστής διοίκησης, έννοια της ποιότητας του παραγόμενου έργου στα δημόσια νοσοκομεία, έννοια καταναλωτή, έννοια ιδιωτικοποίησης, έννοια υποκαταστήματος, έννοια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έννοια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ένζυμο στα ολλανδικά - enzym, enzyme, enzymen, enzym dat
  • ένιωθα στα ολλανδικά - vilt, ik voelde, ik voelde me, voelde ik, voelde ik me, ik vond
  • ένοικος στα ολλανδικά - pachter, huurder, huurders, tenant, de huurder
  • ένορκος στα ολλανδικά - jurylid, gezworene, jury, juryleden, juror
Τυχαίες λέξεις
Έννοια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: plan, doel, bedoeling, zin, strekking, opvatting, betekenis, begrip, zorgen, betekent, wat betekent, betekent dat, wat betekent dat