Strikt στα ελληνικά

Μετάφραση: strikt, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελείως, νεκρός, αυστηρός, τέλεια, απολύτως, πεθαμένος, αυστηρά, αυστηρώς, αυστηρή, στενά
Strikt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • strijkage στα ελληνικά - υπακοή, υπόκλιση, obeisance, αποδώσει τιμές, υποκλίσεις
  • strik στα ελληνικά - πλέγμα, φιόγκος, βρόγχος, δίχτυ, ζεύξη, δένω, βρόχος, ...
  • strip στα ελληνικά - δεσμευτικός, δέσιμο, γυμνώνω, εκδύω, λωρίδα, ταινία, ταινίας, ...
  • stro στα ελληνικά - καλαμάκι, άχυρο, αχύρου, άχυρου, άχυρα
Τυχαίες λέξεις
Strikt στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελείως, νεκρός, αυστηρός, τέλεια, απολύτως, πεθαμένος, αυστηρά, αυστηρώς, αυστηρή, στενά