Απολύτως στα ολλανδικά
Μετάφραση: απολύτως, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bepaald, strikt, beslist, vooral, volstrekt, absoluut, zeker, geheel, helemaal, echt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απολύτως
απολύτωσ in english, απολύτως βενιζέλος, απολύτως σχετικό, απολύτωσ τίποτα, απολύτως βικιλεξικο, απολύτως λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απολύτως στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- απολυμαίνω στα ολλανδικά - desinfecteren, ontsmetten, te ontsmetten, te desinfecteren, ontsmet
- απολυταρχικός στα ολλανδικά - autoritair, autoritaire, de autoritaire, een autoritair, een autoritaire
- απολύω στα ολλανδικά - zak, vuur, vuren, vlam, ontslag, schieten, tas, ...
- απομίμηση στα ολλανδικά - imitatie, namaak, navolging, nabootsing, vals
Τυχαίες λέξεις
Απολύτως στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bepaald, strikt, beslist, vooral, volstrekt, absoluut, zeker, geheel, helemaal, echt
Μεταφράσεις: bepaald, strikt, beslist, vooral, volstrekt, absoluut, zeker, geheel, helemaal, echt