Stukmaken στα ελληνικά

Μετάφραση: stukmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζημιά, βλάπτω, παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω, χαλώ, βλάβη, σκασμό, λαιμό σας, λαιμό σας και, γαμήσω
Stukmaken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stukbreken στα ελληνικά - διάλλειμα, σπάζω, διάλειμμα, αντεπίθεση, χωρίσει, διαλύσουν, διαλύσει, ...
  • stukje στα ελληνικά - κομμάτι, τεμάχιο, κίνηση, τεμαχίου, κομματιού
  • stulp στα ελληνικά - υπόστεγο, καλύβα, καλύβας, καλύβι, θάλαμος, ο θάλαμος
  • stumperig στα ελληνικά - ατζαμής, καημένος, πενιχρός, ταπεινός, χαμηλός, άθλιος, φτωχός, ...
Τυχαίες λέξεις
Stukmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζημιά, βλάπτω, παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω, χαλώ, βλάβη, σκασμό, λαιμό σας, λαιμό σας και, γαμήσω