Stut στα ελληνικά

Μετάφραση: stut, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στυλοβάτης, υποστήριγμα, βοήθεια, στήριγμα, συμπαράσταση, αλαζονικό, στύλος, δοκό στέγης η, κορδώνομαι
Stut στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stumperig στα ελληνικά - ατζαμής, καημένος, πενιχρός, ταπεινός, χαμηλός, άθλιος, φτωχός, ...
  • sturen στα ελληνικά - διοχετεύω, μεταδίδω, στέλνω, στείλετε, στείλτε, στείλει, να στείλετε, ...
  • stutten στα ελληνικά - κρατώ, υποστηρίζω, συντηρώ, υποστήριγμα, γέρνω, συμπαράσταση, κλίνω, ...
  • stuur στα ελληνικά - πηδάλιο, δοιάκι, τιμόνι, τιμονιού, του τιμονιού, στο τιμόνι, το τιμόνι
Τυχαίες λέξεις
Stut στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στυλοβάτης, υποστήριγμα, βοήθεια, στήριγμα, συμπαράσταση, αλαζονικό, στύλος, δοκό στέγης η, κορδώνομαι