Λέξη: έθιμα

Σχετικές λέξεις: έθιμα

έθιμα του πάσχα, έθιμα αποκριών, έθιμα μεγάλης παρασκευής, έθιμα γάμου, έθιμα του μάρτη, έθιμα αποκριάς, έθιμα μεγάλης εβδομάδας, έθιμα του πάσχα στην ελλάδα, έθιμα σαρακοστής, έθιμα πάσχα, ήθη και έθιμα, πασχαλινά έθιμα, έθιμα χριστουγέννων

Μεταφράσεις: έθιμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
customs, traditions, custom, rites, customs of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aduanero, aduana, costumbres, aduanera, las costumbres
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zölle, zoll, zollerhebung, zollämter, gewohnheiten, zolltarife, gebräuche, sitten, bräuche, Zoll, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
douane, douanier, moeurs, habitudes, coutumes, douanière, douanes
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dogana, doganale, doganali, costumi, in dogana
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alfândega, costumes, aduana, personalizar, adaptar, aduaneira, aduaneiro, aduaneiras
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
douane, de douane, douane-, douanekantoor
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нравы, таможня, пошлина, таможенный, таможенной, обычаи, таможенное
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
toll, skikker, tollen, toll-
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tullen, tull, tull-, seder
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tulli, tullin, tulli-, tulliviranomaisten
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
told, told-, toldmyndighederne, toldvæsenet, skikke
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
celnice, clo, celní, celním, celního, celních, celně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cło, obyczajowość, granica, urząd celny, celny, celne, celna, celnego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vám, vámhatóság, vámügyi, vám-, vámáru
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gümrük, Customs, Gümrükler, gelenekler
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
митниці, мито, митний, митниця, таможня
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
doganë, doganore, doganor, Dogana, doganave
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
митница, митническата, митнически, митническо, митническото
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мытнiца, мытня, таможня, мытнікі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
toll, tavad, tollilõiv, tolli, tolli-, tollialaste, tollile
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prilagodba, prilagodbu, carina, carinski, carinska, običaji, carinske
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tollur, siðum, siði, venjur, tolla, toll
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
muitas, muitinės, muitų, muitinė, muitinio, muitinių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
muita, muitas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
царинскиот, царинските, обичаи, царинската, царинска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
moravuri, vamă, vamal, vamale, vamală, în vamă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
carinarnica, col, carinski, carinska, carina, carinsko, carinske
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
clo, colné, colnej, colný, colná, colnú

Στατιστικά δημοτικότητας: έθιμα

Τυχαίες λέξεις