Telefoneren στα ελληνικά

Μετάφραση: telefoneren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τηλεφωνώ, τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, του τηλεφώνου, το τηλέφωνό
Telefoneren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tel στα ελληνικά - δεύτερον, δευτερόλεπτο, στιγμή, λαμπερός, λεπτομερής, στιγμιαίος, αναλαμπή, ...
  • telastlegging στα ελληνικά - παράπονο, φροντίδα, πάθηση, κατηγορία, κατηγορητήριο, κατηγορητηρίου, απαγγελία κατηγορίας, ...
  • telefoon στα ελληνικά - τηλέφωνο, τηλεφωνώ, τηλεφώνου, τηλέφωνό, του τηλεφώνου, το τηλέφωνό
  • telefoonhoorn στα ελληνικά - ακουστικό τηλεφώνου, ακουστικό, ακουστικού, του ακουστικού, ακουστικο
Τυχαίες λέξεις
Telefoneren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τηλεφωνώ, τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, του τηλεφώνου, το τηλέφωνό