Toepasselijk στα ελληνικά
Μετάφραση: toepasselijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφαρμόσιμος, ταιριαστός, εφαρμόζεται, ισχύουν, εφαρμόζονται, ισχύει, εφαρμοστέο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bestuderen στα ελληνικά - μελέτη, σπουδές, σπουδάζω, γραφείο, μελέτης, σπουδών, έρευνα, ...
- onderscheid στα ελληνικά - διαφορά, διάκριση, διάκρισης, διαχωρισμός, διαχωρισμό
- scherf στα ελληνικά - σκλήθρα, θραύσμα αγγείου, θρύμμα, θραύσμα, shard, το θραύσμα
- stilzwijgend στα ελληνικά - σιωπηλός, γαλήνιος, ακίνητος, ήρεμος, σιωπηρά, εμμέσως, έμμεσα, ...
Τυχαίες λέξεις
Toepasselijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφαρμόσιμος, ταιριαστός, εφαρμόζεται, ισχύουν, εφαρμόζονται, ισχύει, εφαρμοστέο
Μεταφράσεις: εφαρμόσιμος, ταιριαστός, εφαρμόζεται, ισχύουν, εφαρμόζονται, ισχύει, εφαρμοστέο