Ταιριαστός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ταιριαστός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toepasselijk, sympathiek, gelijkgestemd, sympathieke, aangename, prettige
Ταιριαστός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταιριαστός

ταιριαστός συνώνυμα, ταιριαστός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ταιριαστός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ταιριάζω στα ολλανδικά - echtpaar, koppel, lucifer, wedstrijd, match, tweetal, duo, ...
  • ταιριαστά στα ολλανδικά - gevoeglijk, congenially
  • τακούνι στα ολλανδικά - hak, hiel, de hiel, de hak, hakken
  • τακτικά στα ολλανδικά - regelmatig, dikwijls, menigmaal, gedurig, vaak, geregeld, regelmatig te, ...
Τυχαίες λέξεις
Ταιριαστός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toepasselijk, sympathiek, gelijkgestemd, sympathieke, aangename, prettige