Toevoegsel στα ελληνικά
Μετάφραση: toevoegsel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπλήρωμα, συμπληρώνω, παρεπόμενο, επιπρόσθετο, συμπληρωματική, συμπληρωματικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afdingen στα ελληνικά - παζαρεύω, παζαρεύουν, μικρολογία, παζαρεύει, παζαρεύσει
- beschrijven στα ελληνικά - τραβώ, απεικονίζω, έλκω, περιγράφω, επισύρω, ζωγραφίζω, περιγράφουν, ...
- dito στα ελληνικά - ίδιος, ίδιο πράγμα, ίδια ποσότητα, ομοίως, Ditto, παρομοίως
- legende στα ελληνικά - θρύλος, μύθος, μύθο, θρύλο, το μύθο
Τυχαίες λέξεις
Toevoegsel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, συμπληρώνω, παρεπόμενο, επιπρόσθετο, συμπληρωματική, συμπληρωματικό
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, συμπληρώνω, παρεπόμενο, επιπρόσθετο, συμπληρωματική, συμπληρωματικό